- ξώλαμπρα
- επίρρ. в конце, на исходе пасхи; после пасхи
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξώλαμπρα — επίρρ. βλ. εξώλαμπρα … Dictionary of Greek
(ε)ξώλαμπρα — επίρρ., αφού περάσει η Λαμπρή, τις πρώτες ημέρες μετά το Πάσχα, απόπασχα, εξώπασχα. ξώλαμπρα επίρρ. χρον., μετά τη Λαμπρή, ξώπασχα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξώλαμπρα — και ξώλαμπρα επίρρ. τις πρώτες μέρες μετά το Πάσχα … Dictionary of Greek
απόλαμπρα — επίρρ. χρον., μετά το Πάσχα, ξώλαμπρα: Απόλαμπρα λογαριάζουμε να κατεβούμε στην Αθήνα να δούμε τα παιδιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)